προλειαίνω

Greek Monolingual

ΝΑ, και προλεαίνω Α
1. κάνω κάτι λείο προηγουμένως
2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ
νεοελλ.
μτφ. προετοιμάζω, δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες («η συνάντηση αυτή προλείανε το έδαφος για μια περαιτέρω συμφωνία»).