ΝΑ, και προλεαίνω Α1. κάνω κάτι λείο προηγουμένως2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώνεοελλ.μτφ. προετοιμάζω, δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες («η συνάντηση αυτή προλείανε το έδαφος για μια περαιτέρω συμφωνία»).