προσαφίστημι
English (LSJ)
A cause to revolt besides, Th.4.117.
II Pass., become separated from, c. gen., Heliod. ap. Orib.46.22.5, Archig.ib.46.26.3.
German (Pape)
[Seite 753] (s. ἵστημι), Andere noch dazu abtrünnig machen, προσαποστῆσαι Thuc. 4, 117; med. noch dazu abtrünnig werden od. abfallen.
French (Bailly abrégé)
f. προσαποστήσω, ao. προσαπέστησα, etc.
solliciter en outre à la défection, chercher à corrompre ou à soulever.
Étymologie: πρός, ἀφίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αφίστημι causat. (aor. inf. προσαποστῆσαι) verdere afvalligheid bewerken van (iem.) tegen (iem.), ook in opstand brengen tegen, met acc. en gen.: νομίσαντες... οὐκ ἂν ἔτι τὸν Βρασίδαν σφῶν προσαποστῆσαι οὐδέν omdat (de Atheners) dachten dat Brasidas geen stad meer tot opstand tegen hen zou kunnen brengen Thuc. 4.117.1.
Russian (Dvoretsky)
προσαφίστημι: (inf. aor. προσαποστῆσαι) склонять еще к отпадению (τινά τινος Thuc.).
Greek Monolingual
Α
1. κινώ κάποιον ακόμη σε αποστασία («νομίσαντες Ἀθηναῖοι μὲν οὐκ ἂν ἔτι τὸν Βρασίδαν σφῶν προσαποστῆσαι» — επειδή θεώρησαν οι Αθηναίοι ότι δεν θα μπορούσε ο Βρασίδας να κινήσει και άλλους σε αποστασία εναντίον τους, Θουκ.)
2. παθ. προσαφίσταμαι
χωρίζομαι από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀφίστημι «αποστατώ»].
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
προσαφίστημι: κινῶ προσέτι εἰς ἀποστασίαν, Θουκ. 4. 117.
Middle Liddell
Lexicon Thucydideum
ad defectionem praeter alia impellere, to urge to revolt among other things, 4.117.1.