προσυπεργάζομαι
English (LSJ)
prepare the ground for another, Plu.Sol.12.
German (Pape)
[Seite 785] dep. med., unvermerkt wozu einrichten, Sp.
French (Bailly abrégé)
préparer pour, faciliter à, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, ὑπεργάζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-υπεργάζομαι voorwerk doen voor, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προσυπεργάζομαι: предварительно устраивать, подготовлять: π. τινί τινος Plut. совершать подготовительную работу для кого-л. в чем-л. (v.l. προϋπεργάζομαι).
Greek (Liddell-Scott)
προσυπεργάζομαι: ἀποθ., ὑπεργάζομαι χάριν τινός, ἀμφίβ. παρὰ Πλουτ. ἐν Σόλ. 72, ἀντὶ προϋπ-.
Greek Monolingual
Α
προετοιμάζω το έδαφος για κάποιον άλλο («πολλὰ προσυπειργάσατο καὶ προωδοποίησεν αὐτῷ τῆς νομοθεσίας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπεργάζομαι «προετοιμάζω τη γη για τη σπορά»].