подготовлять
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
Russian > Greek
ὁράω, ἀραρίσκω, συγκροτέω, προκατασκευάζω, προεργάζομαι, προφυράω, προπαρασκευάζω, προδιοικέω, προγυμνάζω, προφυτεύω, προσυπεργάζομαι, διασκευάζω, παρετοιμάζω, ἑτοιμάζω, προοδοποιέω, ἀρτίζω, προτελέω, συναρμόζω, συντάσσω