подготовлять
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Russian > Greek
ὁράω, ἀραρίσκω, συγκροτέω, προκατασκευάζω, προεργάζομαι, προφυράω, προπαρασκευάζω, προδιοικέω, προγυμνάζω, προφυτεύω, προσυπεργάζομαι, διασκευάζω, παρετοιμάζω, ἑτοιμάζω, προοδοποιέω, ἀρτίζω, προτελέω, συναρμόζω, συντάσσω