подготовлять
From LSJ
Russian > Greek
ὁράω, ἀραρίσκω, συγκροτέω, προκατασκευάζω, προεργάζομαι, προφυράω, προπαρασκευάζω, προδιοικέω, προγυμνάζω, προφυτεύω, προσυπεργάζομαι, διασκευάζω, παρετοιμάζω, ἑτοιμάζω, προοδοποιέω, ἀρτίζω, προτελέω, συναρμόζω, συντάσσω