πυρετώδης
English (LSJ)
πυρετῶδες,
A feverish, ῥίγεα Hp.Fract.34; inflamed, ἕλκος ib.25 (v.l. πυρῶδες).
2 subject to fever, κύστις Id.Aër.9.
3 of a sickly season, πυρετῶδες θέρος ib.10; π. νότοι Arist.Pr.862a17, etc. Comp. πυρετωδέστερος Hp.Art.49.
German (Pape)
[Seite 821] ες, feurig, hitzig, bes. fieberartig, Fieberhitze hervorbringend, Hippocr. u. sp. Medic.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρετώδης -ες [πυρετός]. koortsig, aan koorts onderhevig. koorts verwekkend.
Russian (Dvoretsky)
πῠρετώδης: приносящий лихорадку (νότοι Arst.).
Greek Monolingual
-ες / πυρετώδης, -ῶδες, ΝΜΑ πυρετός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετώδη ῥίγεα», Ιπποκρ.)
2. φλεγμονώδης
3. αυτός που υπόκειται σε πυρετό («πυρετώδης κύστις», Ιπποκρ.)
4. αυτός που βρίσκεται σε πυρετικό παροξυσμό
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί πυρετό
2. συνεκδ. α) θυελλώδης ή εσπευσμένος
β) ταραγμένος, ανήσυχος
γ) (για πρόσ.) αυτός που υποφέρει από πυρετό
3. μτφ. αυτός που γίνεται με πολύ ζήλο ή με ασυνήθιστα έντονη ενεργητικότητα («γίνονται πυρετώδεις προετοιμασίες εν όψει τών εγκαινίων»)
αρχ.
1. όμοιος με πυρετό
2. (για εποχή) νοσηρός («πυρετῶδες θέρος», Ιπποκρ.).
επίρρ...
πυρετωδώς Ν
μτφ. με πολύ ζήλο, με ασυνήθιστα έντονη ενεργητικότητα («ετοιμάζεται για την παράσταση πυρετωδώς»).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρετώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πυρετῷ, πλήρης πυρετοῦ, ῥῖγος Ἱππ. π. Ἀγμ. 774· φλεγμονώδης, ἕλκος αὐτόθι 767 (διάφ. γραφ. πυρῶδες). 2) ὑποκείμενος εἰς πυρετόν, κύστις ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 286. 3) ἐπὶ νοσηρᾶς ὥρας τοῦ ἔτους, π. θέρος αὐτόθι 287· π. νότοι Ἀριστ. Προβλ. 1. 23, κτλ. Συγκρ. -έστερος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816.
Translations
feverish
Burmese: ဖျား; Catalan: febril; Czech: horečnatý; Danish: febril, febersyg, feberhed, feber-; Dutch: koortsig; French: fiévreux; German: fiebrig, febril, fieberhaft; Greek: εμπύρετος; Ancient Greek: ἐμπύρετος, θερμός, πυρετώδης, πυρίβλητος; Irish: fiabhrasach; Italian: febbricoso; Latin: febriculentus; Maori: tūhauwiri; Norwegian Bokmål: febril; Nynorsk: febril; Plautdietsch: feebrich; Portuguese: febril; Spanish: febril; Welsh: poeth