πύραυλος

Greek Monolingual

ο, Ν
1. όχημα που προωθείται από αναερόβιο κινητήρα αντιδράσεως με την εκτόξευση μέρους της ίδιας του της μάζας αντίθετα προς τη φορά της κίνησής του
2. φρ. α) «βαλλιστικός πύραυλος» — κατευθυνόμενος πύραυλος που, μετά τον τερματισμό της προωθητικής του δύναμης λόγω εξάντλησης τών καυσίμων του, μεταβάλλεται σε βλήμα ελεύθερης πτήσης, ακολουθώντας στο υπόλοιπο της κίνησής του βλητική τροχιά
β) «διηπειρωτικός πύραυλος» — πύραυλος που εκτοξευόμενος από μία ήπειρο, είναι ικανός να πλήξει στόχο σε οποιαδήποτε άλλη ήπειρο του πλανήτη μας
γ) «κατευθυνόμενος πύραυλος» — πύραυλος εφοδιασμένος με αυτόνομο σύστημα πρόωσης και με σύστημα αυτό- ή τηλεκατεύθυνσης σε ολόκληρη ή σε μέρος της τροχιάς του. δ) «πύραυλος-φορέας» — πύραυλος ικανός να φέρει και να μεταφέρει γόμωση ή άλλο φορτίο στον προκαθορισμένο στόχο
ε) «στρατηγικός πύραυλος» — πύραυλος ικανός να πλήξει στρατηγικούς στόχους
στ) «τακτικός πύραυλος» — πύραυλος προοριζόμενος να πλήξει τακτικό στόχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + αυλός. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στο Σκευολόγιον Στρατιωτικόν του Γρ. Χαντσερή].