ρυμουλκώ
Greek Monolingual
ῥυμουλκῶ, -έω, ΝΑ, και ρεμουλκώ Ν
έλκω, τραβώ πλωτό ή τροχοφόρο όχημα που είναι δεμένο πίσω μου («τῶν μὲν ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῦς», Πολ.)
νεοελλ.
1. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) μπορώ και κατευθύνω κάποιον όπως θέλω εγώ, τον χρησιμοποιώ κατά τη βούλησή μου, άγω και φέρω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥυμουλκῶ σχηματίστηκε μέσω ενός αμάρτυρου, στην Αρχαία, τ. ῥυμουλκός < ῥῦμα «σκοινί, τόξο» + -ουλκός (< ὁλκός ή ὁλκή < ἕλκω), πρβλ. ἐμβρυουλκός: ἐμβρυ-ουλκῶ. Ο νεοελλην. τ. ρεμουλκώ έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση του λατ. remulco, που η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική].