ρόδεος

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
ζωολ.
γένος νεοπτερύγιων ιχθύων τών γλυκών νερών της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, της οικογένειας κυπρινίδες, που είναι γνωστοί για τον ασυνήθιστο τρόπο αναπαραγωγής τους, ο οποίος συνίσταται στην τοποθέτηση τών αβγών τους, με τη βοήθεια ειδικού ωαποθέτη του θηλυκού, στη βραγχιακή κοιλότητα δίθυρων μαλακίων, λ.χ. τών μυδιών, όπου «εκκολάπτονται» και τα νεογέννητα άτομα εξέρχονται από εκεί μετά από έναν μήνα.
(II)
(ῥόδεος) -έα, -ον και ῥόδειος, -ον, Α ῥόδον
1. αυτός που ανήκει στο ρόδο ή προέρχεται από αυτό (α. «ῥόδεα ἄνθεα», Ίβυκ.
β. «εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνθέων», Ευρ.
γ. ῥόδεον λίπος», Νίκανδρ.)
2. αυτός που μοιάζει με ρόδο, ροδοειδής (α. «ροδέας σταφυλῆς ἀποσπάδιον», Ανθ. Παλ.
β. «ρόδεοι μαζοί», Νόνν.).