σάτιρα

Greek Monolingual

η, Ν
1. φιλολ. είδος ρωμαϊκού σκωπτικού ποιήματος, με διάφορα θέματα, όπου επικρίνεται η αχρειότητα και ο παραλογισμός, είδος που επινόησε ο ποιητής Λουκίλιος
2. λογοτεχνικό είδος, σε στίχους ή σε πεζό λόγο, στο οποίο με σκωπτικό τρόπο και ειρωνική διάθεση, ως επί το πλείστον μαχητική, ασκείται κριτική σε πρόσωπα, φαινόμενα και καταστάσεις αρνητικού χαρακτήρα, με στόχο την διόρθωσή τους, σε αντιδιαστολή με την κωμωδία, η οποία δεν έχει εμφανή την αναμορφωτική πρόθεση της σάτιρας
3. ειρωνεία, διακωμώδηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. satira, μτγν. τ. του satura (απ' όπου το -υ- του τ. σάτυρα), ουσιαστικοποιημένο τ. του επιθ. satur, -ura, -urum «κορεσμένος, πλήρης, γεμάτος». Το θηλ. satura / satira χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει είδος ποικίλου ποιήματος με δραματικά, σκωπτικά και χλευαστικά στοιχεία, απ' όπου και η σημ. της λ. στη Νέα Ελληνική (πρβλ. και φάρσα < λατ. farcio «γεμίζω»)].