σακατεύω
Greek Monolingual
Ν σακάτης
1. καθιστώ κάποιον σακάτη, ανάπηρο, του προκαλώ σοβαρή ή και ανεπανόρθωτη σωματική βλάβη
2. συνεκδ. α) χτυπώ, τραυματίζω κάποιον σοβαρά
β) μτφ. καταπονώ, ταλαιπωρώ, εξαντλώ («με σακάτεψε στο κουβάλημα»)
3. φρ. α) «τον σακάτεψε στο ξύλο» — τον έδειρε αλύπητα, ανελέητα
β) «σακατεύομαι στη δουλειά» — εργάζομαι εντατικά, ώσπου να εξαντληθώ.