σαλτάρισμα

Greek Monolingual

το, Ν σαλτάρω
1. τίναγμα του σώματος σε απόσταση, συνήθως για την αποφυγή ενός εμποδίου, πήδημα, άλμα
2. μτφ. τρέλα, απώλεια του λογικού.