σηματοδότης
Greek Monolingual
ο, Ν
1. οπλίτης που εκτελεί τη σηματοδοσία
2. μηχάνημα, συσκευή που δίνει σήματα για την ασφαλή κυκλοφορία τών σιδηροδρομικών συρμών
3. φρ. «φωτεινός σηματοδότης» ή, απλώς, «σηματοδότης» — διάταξη στις διασταυρώσεις οδών και στις διαβάσεις σιδηροδρομικών γραμμών που μεταδίδει φωτεινά σήματα και ρυθμίζει την κυκλοφορία οχημάτων και πεζών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, -ατος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.