σκασιαρχείο
Greek Monolingual
το, Ν σκασιάρχης
1. εκούσια απουσία από μάθημα, εργασία ή άλλη ενασχόληση χωρίς λόγο, κοπάνα
2. φρ. «κάνω σκασιαρχείο» — φεύγω από κάπου όπου έπρεπε να παρευρίσκομαι, απουσιάζω χωρίς λόγο, κάνω κοπάνα.
το, Ν σκασιάρχης
1. εκούσια απουσία από μάθημα, εργασία ή άλλη ενασχόληση χωρίς λόγο, κοπάνα
2. φρ. «κάνω σκασιαρχείο» — φεύγω από κάπου όπου έπρεπε να παρευρίσκομαι, απουσιάζω χωρίς λόγο, κάνω κοπάνα.