κοπάνα
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
Greek Monolingual
η
1. μεγάλος κόπανος
2. είδος πηλοφοριού με το οποίο μεταφέρουν τη λάσπη οι κτίστες
3. σκάφη για πλύσιμο
4. φρ. «τήν κάνω κοπάνα» — φεύγω κρυφά ή απουσιάζω αδικαιολόγητα, το σκάζω (α. «έκανα πολλές κοπάνες από το σχολείο στην έκτη γυμνασίου» β. «σήμερα ο Γιώργος τήν έκανε κοπάνα από την παρέα μας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του κοπανώ].