σκιρτῶ

Greek Monolingual

σκιρτῶ, σκιρτάω, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, σκιρτέω, Α
1. τινάζομαι αιφνίδια από τη θέση μου, αναπηδώ
2. (για χορευτή και για τις Βάκχες) χοροπηδώ («ὀρχεῖσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. (για τη θάλασσα) αναταράσσομαι, σαλεύωσφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι οι βράχοι», Σολωμ.)
2. αναστατώνομαι από ένα έντονο συναίσθημα, κυρίως ερωτικό («σκίρτησε η καρδιά του όταν τήν είδε»)
αρχ.
1. (για άνεμο) στριφογυρίζω («σκιρτᾷ δ' ἀνέμων πνεύματα πάντων», Αισχύλ.)
2. μτφ. είμαι απειθάρχητος, ανυπότακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί υστερογενή ρηματ. σχηματισμό σε -τάω από το ρ. σκαίρω «πηδώ, σκιρτώ» (πρβλ. ἀείρω [ΙΙ]: ἀρτάω, -) με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ĭ- (πρβλ. πίλναμαι, μέρ-ι-μνα)].