σκοτερός

English (LSJ)

ά, όν, = σκότιος, ὄρφνη Orph.A.1042 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 905] = σκότιος, Otph. Arg. 1040 (vgl. νύκτερος, ζοφερός).

Greek (Liddell-Scott)

σκοτερός: -ά, -όν, = σκότιος, σκ. νὺξ Ὀρφ. Ἀργ. 1045· πρβλ. νύκτερος ἀντὶ νύχιος, ζοφερὸς ἀντὶ ζόφιος, δνοφερός, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό, και ποιητ. τ. θηλ. σκοτερά, Ν
σκοτεινός, σκότιος («ήτανε νύχτα σκοτερή στα ουράνια», Εφταλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + επίθημα -ερός (πρβλ. ζοφερός)].