σκροφουλαριώδη

Greek Monolingual

τα, Ν
Βοτ. μεγάλη τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 18 οικογένειες, 870 περίπου γένη και 11.800 περίπου είδη, η οποία παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον γιατί περιλαμβάνει είδη που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, όπως είναι η βερόνικα, η πετούνια, το βερμπάσκο κ.ά., άλλα που ο καρπός τους αποτελεί σημαντική τροφή για τον άνθρωπο, όπως είναι η ντομάτα, η πατάτα, η μελιτζάνα, η πιπεριά, το σουσάμι, πολλά που είναι φαρμακευτικά, όπως λ.χ. η μπελαντόνα, ο υοσκύαμος, η δατούρα, κ.ά., καθώς και ορισμένα που έχουν άλλες χρήσεις, όπως είναι λ.χ. ο καπνός, ενώ άλλα είναι παράσιτα που προσβάλλουν και καταστρέφουν πολλά καλλιεργούμενα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. scrophulariales < scrophularia (βλ. λ. σκροφουλαρία)].