σκυρθάλιος
English (LSJ)
νεανίσκος, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «νεανίσκος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει το σπάνιο επίθημα -άλιος (πρβλ. νηφάλιος). Η σύνδεση της λ. με τα αρχ. ινδ. krdhu- «περικομμένος» (πρβλ. και κυρσάνιος «έφηβος», a-skrdho-yu «ολόκληρος, μη ελλιπής», λιθουαν. skurstu «στερούμαι, υστερώ», λατ. cordus «όψιμος, ώριμος» δεν ικανοποιεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: νεανίσκος H. Also σκυρθάλια (-ιᾶς cod.) Θεόφραστος τοὺς ἐφήβους οὕτω φησὶ καλεῖσθαι, Διονύσιος δε τοὺς μείρακας H.
Derivatives: Besides σκυρθάνια τοὺς ἐφήβους οἱ Λάκωνες Phot. With metathesis σκύθραξ μεῖραξ, ἔφηβος H. Without σ- (dissim. because of Lac. -σ- from -θ-?) in κυρσίον μειράκιον H., Lac. κυρσάνιος id. (Ar. Lys.); cf. Bechtel Dial. 2, 376.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like νηφ-άλιος a. o. Since Fick 1, 142 compared with Skt. kr̥dhú- shortened, mutilated, á-skr̥dho-yu- not shortened, not needy, to which further a widespread Lithuanian group, a. o. skurstù, skurdaũ skur̃sti suffer want, stay back in growth, languish, nu-skur̃dęs impoverished, neglected; one may also compare Lat. cordus born late (Persson Beitr. 1, 164ff.); s. except Bq and WP. 2, 590 esp. Fraenkel s. skur̃sti w. further references. -- The Gr. υ-vowel would then have to be considered as zero grade (Schwyzer 351, also W.-Hofmann s. cordus w. lit.) [which is improbable]. -- The variation may point to a Pre-Greek word.
Frisk Etymology German
σκυρθάλιος: {skurthálios}
Meaning: νεανίσκος H. Auch σκυρθάλια (-ιᾶς cod.)· Θεόφραστος τοὺς ἐφήβους οὕτω φησὶ καλεῖσθαι, Διονύσιος δὲ τοὺς μείρακας H.
Derivative: Daneben σκυρθάνια· τοὺς ἐφήβους οἱ Λάκωνες Phot. Mit Metathese σκύθραξ· μεῖραξ, ἔφηβος H. Ohne σ- (Dissim. wegen lak. -σ- aus -θ-?) in κυρσίον· μειράκιον H., lak. κυρσάνιος ib. (Ar. Lys.); vgl. Bechtel Dial. 2, 376.
Etymology: Bildung wie νηφάλιος u. a. Seit Fick 1, 142 mit aind. kr̥dhú- verkürzt, verstümmelt, á-skr̥dho-yu- nicht verkürzt, nicht dürftig verglichen, wozu noch eine weitverzweigte litauische Gruppe, u. a. skurstù, skurdaũ skur̃sti Mangel leiden, im Wachstum zurückbleiben, verkümmern, nu-skur̃dęs verarmt, verwahrlost; in Betracht kommt auch lat. cordus spät geboren (Persson Beitr. 1, 164ff.); s. außer Bq und WP. 2, 590 bes. Fraenkel s. skur̃sti m. weiteren Hinweisen. — Der griech. υ-Vokal wäre dann als Schwundstufe zu beurteilen (Schwyzer 351, auch W.-Hofmann s. cordus m. Lit.).
Page 2,743
German (Pape)
ὁ, = σκύρθαξ, Vetera Lexica.