σταδιοδρομώ

Greek Monolingual

σταδιοδρομῶ, -έω, ΝΜΑ, και σταδιοδρομώ Α σταδιοδρόμος
νεοελλ.
ακολουθώ ένα επάγγελμα, προσπαθώ συστηματικά να έχω καλή επίδοση στην εργασία μου ή σε άλλο σημαντικό τομέα δραστηριότητας
(μσν-αρχ.) μετέχω σε αγώνα δρόμου, τρέχω στο στάδιο («ἐκεῖνός τε καὶ εὔαθλος ὁ σταδιοδρομῶν», Πλάτ.).