στηλογραφώ

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
αναγράφω κάτι πάνω σε στήλη
μσν.
μτφ. εγγράφω, χαράζω κάτι κάπου σαν να χαράζω σε στήλη («στηλογραφηθῆναι ἐν τῇ ἑκάστου ψυχῇ», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. κηρογραφώ].