συμμάζεμα

Greek Monolingual

το, Ν συμμαζεύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμμαζεύω, συγκέντρωση σκόρπιων κυρίως πραγμάτων στο ίδιο σημείο
2. (ιδίως σχετικά με αγροτικά προϊόντα) συγκομιδή
3. τακτοποίηση, συγύρισμα («το δωμάτιό σου θέλει γερό συμμάζεμα»)
4. σύσφιγξη, σύμπτυξη («το μανίκι θέλει λίγο συμμάζεμα»)
5. περιποίηση της εξωτερικής εμφάνισης κάποιου, καλλωπισμός
6. μτφ. χαλιναγώγηση, περιορισμός («πολύ αέρα πήρε ο νεαρός και χρειάζεται συμμάζεμα»).