συμπυκνώνω
Greek Monolingual
συμπυκνῶ, -όω, ΝΜΑ [[πυκνῶ, -ώνω]]
καθιστώ πυκνό κάτι με πίεση, εξάτμιση ή άλλη μέθοδο (α. «συμπυκνώνω υγρό» β. «συμπυκνῶσαι καὶ πιλῶσαι», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. καθιστώ το νόημα ενός κειμένου πιο περιεκτικό αποφεύγοντας ή καταργώντας τυχόν μακρολογίες, ασάφειες ή επεκτάσεις που έχουν ως αποτέλεσμα τη χαλάρωση κυρίως της νοηματικής του δομής
2. φρ. α) «συμπυκνωμένο γάλα» — γάλα που έχει καταστεί παχύρρευστο μετά την αφαίρεση του περιεχομένου νερού
β) «συμπυκνωμένη κατάσταση της ύλης»
φυσ.-χημ. κατάσταση της ύλης της οποίας οι δομικές μονάδες, τα άτομα ή τα μόρια, βρίσκονται σε πολύ κοντινές μεταξύ τους αποστάσεις, όπως λ.χ. στην υγρή και στερεά κατάσταση
νεοελλ.-μσν.
συμπτύσσω ζυγούς ή στοίχους, περιορίζω τον χώρο που κατέχουν άτομα ενεργώντας ώστε να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο (α. «συμπυκνώθηκε η παράταξη» β. «λόχους συμπυκνώσαντες», Τζέτζ.).