συναναστρέφω
English (LSJ)
A turn back together, intr., J.BJ5.2.2, Plu.Galb.10, 25.
II Pass. and Med., live together, associate with, τινι D.S.3.58, Plu.Lyc.17, Hierocl.p.58 A.; τοῖς πολίταις καλῶς SIG534.8 (Delph., iii B.C.); μοχθηρῶς φίλοις Carneisc.Herc.1027.13, cf. Phld.Rh.1.377 S.:—so in Act., Agatharch.42.
2 wrestle with, τινι LXX Ge. 30.8.
German (Pape)
[Seite 1000] mit oder zugleich zurückkehren, Plut. Galb. 10. – Pass. mit Einem umgehen, τινί, Plut. Lyc. 17.
French (Bailly abrégé)
1 revenir ensemble en arrière;
2 avoir des relations avec, vivre parmi;
Moy. συναναστρέφομαι (ao. συνανεστρεψάμην, ao.2 Pass. συνανεστράφην);
1 avoir des relations avec, vivre parmi;
2 lutter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναστρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αναστρέφω act. intrans. samen terugkeren, samen teruggaan. med.-pass. omgaan (met), omgang hebben (met), met dat. Plut. Lyc. 17.1
Russian (Dvoretsky)
συναναστρέφω:
1 вместе поворачивать назад, возвращаться Plut.;
2 med.-pass. (aor. 2 συνανεστράφην) находиться в связи, жить вместе, общаться (τινί Diod., Plut.).
Greek Monolingual
ΜΑ
βλ. συναναστρέφομαι.
Greek Monotonic
συναναστρέφω: μέλ. -ψω,
I. στρέφομαι προς τα πίσω, αναστρέφομαι από κοινού, αμτβ., σε Πλούτ.
II. Παθ. και Μέσ., ζω μαζί με ή ανάμεσα σε άλλους, με δοτ., στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συναναστρέφω: ἀναστρέφομαι, στρέφομαι πρὸς τὰ ὀπίσω ὁμοῦ, ἀμεταβ., Πλουτ. Γάλβ. 10. 25. ΙΙ. Παθ καὶ μέσ., ὡς καὶ νῦν, ἀναστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Διόδ. 8. 58, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17˙ καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 168D. 2) ἀγωνίζομαι κατά τινος, συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην Ἑβδ. (Γέν. Λ΄, 8).
Middle Liddell
fut. ψω
I. to turn back together, intr., Plut.
II. Pass. and Mid. to live along with or among others, c. dat., Plut.