συνερανίζω

English (LSJ)

A fut. -ίσω Plu.2.963b: pf. -ηράνικα Phld.Vit.p.24J.:—join in contributing, contribute jointly, τὰς χρείας ἀλλήλοις App.BC 2.9, cf. D.L.4.38:—Med., receive contributions, Plu.Ages.35.
II collect, gather, τινας Phld. l.c., Luc.Lex.17; παραδείγματα Plu.2.963b:—Med., ὀλίγα ἐκ τῆς γραφῆς ῥήματα Them.Or.21.252d:—Pass., αἱ.. ἐκ πλειόνων -ισμέναι δυνάμεις Ph.1.386; συνηρανισμένον ἐκ συγκλύδων (v.l. σύγκλυδος) ὄχλου collected by chance contributions from... Pl.Ax. 369a, cf. D.H.Isoc.3, S.E.M.7.295, Gal.14.676, 18(1).193.

French (Bailly abrégé)

rassembler l'argent d'une cotisation ; simpl. rassembler, réunir.
Étymologie: σύν, ἐρανίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ερανίζω bij elkaar rapen. [Plat.] Ax. 369a. med., abs. bijdragen voor zich verzamelen. Plut. Ages. 35.6.

German (Pape)

Beiträge einsammeln, und überhaupt sammeln; ὡς ἂν συνηρανισμένων ἐξ ὄχλου, Plat. Ax. 369a; Isocr. (s. συνεράω); oft bei Sp.: τὰς χρείας ἀλλήλοις συνηράνιζον, sie leisteten einander Hilfe, App. B.C. 2.9; δῆμος ἐκ σύγκλυδος ὄχλου συνηρανισμένος, aus zusammengelaufenen Menschen zusammengesetzt, Dion.Hal.; τὸ ἐκ τούτων συνηρανισμένον, S.Emp. adv.log. 1.295.
Med. für sich sammeln, Plut. Agesil. 35.

Russian (Dvoretsky)

συνερᾰνίζω:
1 устраивать складчину: τινὶ ἐπαρκεῖν καὶ σ. Diog. L. устраивать складчину для помощи кому-л.;
2 собирать, скапливать (παραδείγματα Plut.): τὸ ἐκ τούτων συνερανισμένον Sext. составленное из этих (признаков целое).

Greek Monolingual

Α
1. συνεισφέρω από κοινού με άλλους («τὰς χρείας ἀλλήλοις συνηράνιζον», Φιλόδ.)
2. συλλέγω, μαζεύω από πολλές μεριές («τοσοῦτον βόρβορον συνερανίσας κατήντλησάς μου», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐρανίζω (< ἔρανος)].

Greek Monotonic

συνερᾰνίζω: μέλ. -σω, συνεισφέρω από κοινού, συλλέγω, συγκεντρώνω, συναθροίζω, σε Λουκ. — Μέσ., δέχομαι συνεισφορές, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνερᾰνίζω: ἀπὸ κοινοῦ συνεισφέρω, τὰς χρείας ἀλλήλοις συνηράνιζον Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 9, πρβλ. Διογ. Λ. 4. 38. ― Μέσ., δέχομαι συνεισφοράς, Πλουτ. Ἀγ. 35. ΙΙ. συλλέγω, συνάγω, συναθροίζω, «μαζεύω», τοσοῦτον βόρβορον συνερανίσας κατήντλησάς μου Λουκ. Λεξιφ. 17· παραδείγματα Πλούτ. 2. 963Β, κτλ. ― Παθητ., συνηρανισμένος ἐκ συγκλύδων ὄχλος, συνηθροισμένος τυχαίως ἐκ..., Πλάτ. Ἀξ. 369Α, παρ. Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 295, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 3.

Middle Liddell

fut. σω
to join in contributing, to collect, Luc.:—Mid. to receive contributions, Plut.