συνθεσία
English (LSJ)
ἡ,
A = σύνθεσις ΙΙΙ, mostly in plural, covenant, treaty, πῇ δὴ συνθεσίαι..; Il.2.339, cf. A.R.1.340, etc.: also in sg., Id.4.340, al., Epic.Oxy.214r.13; περὶ συνθεσίης for a wager, Posidipp. ap. Ath.10.412e (καίπερ σ. codd.).
2 οὐδ'.. ἐλήθετο συνθεσιάων nor did he forget the instructions, Il.5.319.
II Medic., = continuatio, Glossaria.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 convention, pacte;
2 instructions, ordres.
Étymologie: συντίθημι.
German (Pape)
ἡ, Übereinkunft, Vertrag, wie συνθήκη; πῇ δὴ συνθεσίαι καὶ ὅρκια βήσεται ἡμῖν, Il. 2.339; aber οὐδ' ἐλήθετο συνθεσιάων, 5.319, ist der auf Verabredung beruhende Auftrag; Sp. = Wette, Posidipp. bei Ath. 412e; vgl. Lobeck Phryn. 527.
Russian (Dvoretsky)
συνθεσία: ион. συνθεσίη ἡ pl.
1 соглашение, условие или обет Hom.;
2 указание, наставление Hom.
Greek (Liddell-Scott)
συνθεσία: ἡ, = σύνθεσις· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ συνθῆκαι, συμφωνία, σύμβασις, συνθήκη, πῇ δὴ συνθεσίαι…; Ἰλ. Β. 339· οὐδ’… ἐλήθετο συνθεσιάων, οὐδ’ ἐλησμόνησε τὰς παραγγελίας, Ε. 319· οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 340, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ.· περὶ συνθεσίης, ἐπὶ στοιχήματος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 412Ε. ― Πρβλ. σύνθεσις ΙΙΙ, συνθήκη ΙΙ, συνημοσύνη.
Greek Monolingual
και ιων. τ. συνθεσίη, ἡ, Α
1. συναρμογή, αρμός
2. συνέχεια
3. στοίχημα
4. στον πληθ. αἱ συνθεσίαι
α) συνθήκες, συμφωνίες
β) εντολές ή συμβουλές («οὐδ' υἱὸς Καπανῆος ἐλήθετο συνθεσιάων τάων», Ομ, Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθεσις, κατά τα θηλ. σε -ία].
Greek Monotonic
συνθεσία: ἡ (συντίθημι), κατά κανόνα στον πληθ., όπως το συνθῆκαι· σύμβαση, συνθήκη, σύμφωνο, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. γεν. πληθ., συνθεσιάων, στον ίδ.
Middle Liddell
συνθεσία, ἡ, συντίθημι
mostly in plural, like συνθῆκαι, a covenant, treaty, Il.; epic gen. pl. συνθεσιάων Il.