τετράδραχμος

English (LSJ)

τετράδραχμον,
A worth four drachmas, Arist.Oec.1347a33.
II τετράδραχμον, τό, silver coin of four drachmas, tetradrachm, IG 1.2.280.91, Pl.Ax.366c, Plu.Sull.25, etc.: later τετράαχμον, IG11(2).219 B 55, 287 B 54 (Delos, iii B.C.); also τετρᾶχμον (on the accent, v. EM 754.40), Zeno Stoic.1.23 (v.l.), IG22.1534.252, 7.303.79 (Oropus), 3498.62 (ibid.), 11(2).203 B 40 (Delos, iii B.C.), 287 B 47 (ibid.), Inscr.Délos298 A 35 (iii B.C.), SIG729.3 (Delph., i B.C.), Phld.Ir.p.37 W.

German (Pape)

[Seite 1097] vier Drachmen schwer, geltend, wert; – τὸ τετράδραχμον, eine Münze von vier Drachmen, Plat. Ax. 366 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de quatre drachmes ; τὸ τετράδραχμον tétradrachme, monnaie d'argent de quatre drachmes ou un statère d'argent.
Étymologie: τέσσαρες, δραχμή.

Russian (Dvoretsky)

τετράδραχμος: стоимостью в четыре драхмы (μέδιμνος τῶν ἀλφίτων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράδραχμος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν τεσσάρων δραχμῶν, Ἀριστ. Οἰκ. 2, 8. ΙΙ. τετράδραχμον, τό, ἀργυροῦν νόμισμα τεσσάρων δραχμῶν, δυνάμενον σχεδὸν 3.90 δραχμὰς νέας, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 22, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366C, Πλουτ. Σύλλ. 25, πρβλ. στατήρ.

Greek Monolingual

η, -ο / τετράδραχμος, -ον, ΝΜΑ, ουδ. και τετράαχμον και τετρᾱχμον Α
1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων δραχμών
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράδραχμο(ν)
νόμισμα αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές συναλλαγές («διδόναι τέσσαρα τετράδραχμα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. οκτάδραχμος].