τεύκριο
Greek Monolingual
το / τεύκριον ΝΑ
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες της τάξης λαμιώδη και περιλαμβάνει 30-50 είδη ποωδών θαμνωδών και ημιθαμνωδών φυτών
νεοελλ.
φρ. α) «τεύκριο το σκόρδιο» — λόγια ονομασία του κοινώς γνωστού φυτού σκορδόχορτο
β) «τεύκριο η χαμαίδρυς» — λόγια ονομασία του κοινώς γνωστού φυτού χαμοδρυά ή δοντόχορτο
γ) «τεύκριο το ξανθό» — λόγια ονομασία του κοινώς γνωστού φυτού μοσκόχορτο ή μοσκοχόρταρο
δ) «τεύκριο το πόλιο» — λόγια ονομασία του κοινώς γνωστού φυτού αμάραντο ή λιβανόχορτο ή παναγιόχορτο ή βοτάνι της αγάπης ή χορτάρι της Παναγιάς
αρχ.
το φυτό χαμαίρωψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεύθριον «είδος φυτού» με παρετυμολ. επίδραση του άγνωστης ετυμολ. ανθρωπωνύμιου Τεῦκρος].