τρύπανο

Greek Monolingual

το / τρύπανον, ΝΜΑ
1. το τρυπάνι
2. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον τρυπανισμό οστών και κυρίως για διάτρηση του κρανίου
νεοελλ.
τεχνολ. α) δράπανο
β) το γεωτρύπανο
μσν.-αρχ.
πολιορκητική μηχανή που, στο Βυζάντιο, χρησίμευε κυρίως για την κατάληψη ή καταστροφή πλίνθινων τειχών
αρχ.
1. είδος ξύλου που με τριβή παρήγε φωτιά
2. το αιχμηρό άκρο πολιορκητικής μηχανής
3. στον πληθ. τὰ τρύπανα
μτφ. άτομα που δεν μπορούν να κάνουν τίποτε από μόνα τους, άβουλα όργανα άλλων
4. φρ. «τρύπανον ἀβάπτιστον»
ιατρ. είδος τρυπάνου με μια ειδική μεγάλου πάχους προεξοχή με την οποία περιοριζόταν ή και εμποδιζόταν η διατρητικότητά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπῶ + επίθημα -ανο-ν που απαντά και σε άλλα ον. οργάνων (πρβλ. φάσγ-ανο-ν)].