τσαλακώνω

Greek Monolingual

Ν
1. διπλώνω κάτι πρόχειρα έτσι ώστε να σχηματίσει ζάρες, ζαρώνω, σουφρώνωαφού τσαλάκωσε το χαρτί, το πέταξε»)
2. μτφ. εξευτελίζω, καταρρακώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. τσαλακώνω συνδέεται με το ρ. ψαλάσσω «αγγίζω ελαφρά» και έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. ψαλακώνω (πρβλ. τα ρηματ. επίθ. ψαλακτός, ἀψάλακτος) με τροπή του -ψ- σε -τσ- (βλ. και λ. τσευδός [< ψευδός]). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει προέλθει από δια-λακκώ (< διά + λακκῶ «σκάβω λάκκο»)].