-ή, -ό, Ν1. αυτός που επιφέρει καυστικό πόνο, τσούξιμο2. δριμύς, διαπεραστικός («τσουχτερό κρύο»)3. μτφ. δηκτικός («τσουχτερά λόγια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσουξ- του αορ. έ-τσουξ-α του τζούζω (πρβλ. τσούχτρα) + κατάλ. -ερός (πρβλ. καυτερός)].