υγιεινή

Greek Monolingual

η, Ν
1. ιατρ. α) κλάδος της ιατρικής που μελετά τα κατάλληλα για τη διατήρηση της υγείας ατομικά και ομαδικά μέτρα
β) το σύνολο τών αρχών και τών μεθόδων που εφαρμόζονται για τη διατήρηση της υγείας
2. (ειδικά) η φροντίδα για την υγεία ορισμένων μελών του σώματος («υγιεινή του στόματος»)
3. φρ. α) «ατομική υγιεινή» — η φροντίδα για την ατομική καθαριότητα, τον τρόπο ένδυσης, τις συνθήκες διαβίωσης και κατοικίας, τη ρύθμιση τών σωματικών και ψυχικών δραστηριοτήτων καθώς και τις συνθήκες του ύπνου, φροντίδα που αποσκοπεί στην προφύλαξη της υγείας του ατόμου
β) «δημόσια υγιεινή» — η πρακτική και η επιστήμη της πρόληψης ασθενειών, παράτασης της ζωής και ανύψωσης της σωματικής και ψυχικής απόδοσης με την οργανωμένη προσπάθεια του κοινωνικού συνόλου
γ) «ψυχική υγιεινή» — το σύνολο τών εκπαιδευτικών, προφυλακτικών ή ψυχοθεραπευτικών μέσων που λαμβάνονται για την πρόληψη της εμφάνισης ψυχικών διαταραχών
δ) «βιομηχανική υγιεινή» — τα μέτρα που λαμβάνονται για την προφύλαξη τών εργαζομένων από τους διάφορους κινδύνους οι οποίοι προκύπτουν από την επαγγελματική τους δραστηριότητα
ε) «υγιεινή οδοντοστοματική» — το σύνολο τών προληπτικών και θεραπευτικών μέσων τα οποία λαμβάνονται κατά τις διάφορες περιόδους του βίου με σκοπό την εξασφάλιση της καλής εξέλιξης και συντήρησης του οδοντοστοματικού συστήματος
στ) «σχολική υγιεινή» και «αθλητική υγιεινή» — επιστημονικοί κλάδοι που εξετάζουν τα υγειονομικά μέτρα τα οποία πρέπει να λαμβάνονται κατά τη σχολική περίοδο και την αθλητική αγωγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. υγιεινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάνν. Πύρλα].