υλακτώ
Greek Monolingual
ὑλακτῶ, -έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑλακῶ, -άω, Α
(για σκυλιά) εκβάλλω φωνή, αλυχτώ, γαβγίζω
αρχ.
1. (αμτβ.) μτφ. α) χρησιμοποιείται για τον παλμό ή για τη βοή που κάνει η καρδιά ανθρώπου οργισμένου
β) (για κενό στομάχι) ζητώ τροφή
2. (μτβ.) μτφ. α) (για πρόσ.) (με σύστ. αιτ.) ξεστομίζω αισχρούς, αναίσχυντους λόγους ή μιλώ δυνατά και με απρέπεια
β) (με αιτ.) προσβάλλω κάποιον φωνάζοντας και βρίζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ρ. ὑλάω, -ῶ «γαβγίζω», σχηματισμένος με εκφραστική ουρανική παρέκταση -κ-τῶ (πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. ὑλάκτης, πρβλ. ὑλάσσω, ὑλακή, ὑλαγμός). Για τον σχηματισμό του τ. πρβλ. και λ. πυρακτῶ].