υπερτελής

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. (ιδίως για πυρσό) αυτός που φθάνει πέρα από τον στόχο («ὑπερτελής τε, πόντον ὥστε νωτίσαι», Αισχύλ.)
2. (για τον Θεό) ο απόλυτα τέλειος, υπερτέλειος
αρχ.
1. αυτός που φαίνεται πάνω από κάποιον ή από κάτι άλλο («τίς οἴκων θυοδόκων ὑπερτελὴς ἀντήλιον πρόσωπον ἐκφαίνει θεῶν;», Ευρ.)
3. (για πρόσ.) (σε συνεκφορά με τη λ. ἄθλων) αυτός που κατόρθωσε να φτάσει στο τέλος τών αγώνων
4. (για ενοίκιο) αυτός που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της καθορισμένης προθεσμίας
5. (για αριθμό) αυτός που είναι μικρότερος από το άθροισμα τών παραγόντων, τών διαιρετών του, όπως λ.χ. ο αριθμός 12, του οποίου οι παράγοντες, το 6, το 4, το 3, το 2 και το 1, όταν προστεθούν, δίνουν άθροισμα 16, το οποίο είναι μεγαλύτερο του 12.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -τελής (< τέλος), πρβλ. συντελής].