υπόμνυμι

Greek Monolingual

Α
1. επιβεβαιώνω με όρκο
2. μέσ. ὑπόμνυμαι
α) (ως αττ. νομ. όρος) δίνω όρκο για μένα ή και για άλλο πρόσωπο ότι ένα σοβαρό κώλυμα μάς εμποδίζει να παραστούμε στο δικαστήριο και υποβάλλω αίτηση για αναβολή της δίκης
β) (σε συνέλευση) παρεμποδίζω την εκδίκαση υπόθεσης με ένορκη διαβεβαίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὄμνυμι «ορκίζομαι»].