φένω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1261] tödten, ungebr. Stammform, wovon φόνος und einige Zusammensetzungen des adj. verb. φατός, wie Ἀρείφατος, μυλήφατος, όδυνήφατος. – Dazu gehört der epische aor. ἔπεφνον, ich tödtete, oft bei Hom., mit u. ohne Augment; πεφνέμεν Il. 6, 180; das part. πεφνόντα hat Bekker Il. 16, 827, bei Wolf πέφνοντα (17, 539 καταπεφνών). Ein praes. πέφνω haben erst spätere Dichter, wie Opp. Hal. 2, 133. – Perf. πέφαμαι, von welchem Hom. πέφαται, Il. 17, 689, πέφανται, Il. 5, 531. 15, 563 (s. auch φαίνω), u. den inf. πεφάσθαι braucht. – Fut. πεφήσομαι, πεφήσεαι, Il. 13, 829 Od. 22, 217.
French (Bailly abrégé)
prés. inus. auquel se rattachent :
l'ao.2 épq. ἔπεφνον, ou πέφνον > sbj. 3ᵉ sg. πέφνῃ, inf. πεφνέμεν, πεφνεῖν, part. acc. sg. πέφνοντα (var. πεφνόντα);
le pf. 3ᵉ sg. πέφαται, 3ᵉ pl. πέφανται, inf. πεφάσθαι;
le f.ant. 2ᵉ sg. πεφήσεαι, 3ᵉ sg. πεφήσεται;
tuer.
Étymologie: R. Φεν, tuer ; v. φόνος, πεφνεῖν.
Russian (Dvoretsky)
φένω: (только эп. aor. 2 ἔπεφνον и πέφνον, 3 л. sing. conjct. πέφνῃ, inf. πεφνέμεν; 3 л. sing. и pl. pf. πέφᾰται и πέφανται, inf. πεφάσθαι; 2 и 3 л. sing. fut. 3 πεφήσεαι и πεφήσεται) убивать Hom.
Greek (Liddell-Scott)
φένω: φονεύω, ῥῆμα ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ ἀορ. ἔπεφνον, Ἰλ. Φ. 55, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1497. Ἐπικ. ὡσαύτως πέφνον, Ἰλ. Ν. 363· ― (κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ μετ’ ἀναδιπλ. τύπου, πέφενον, ὡς τὸ λελαβέσθαι, λελαθεῖν, πεπιθεῖν)· ὑποτ. πέφνῃς, ῃ Ὀδ. Χ. 316, Ἰλ. Υ. 172· ἀπαρ. πεφνέμεν Ζ. 180· μετοχ. πέφνων (φέρεται παροξ. ὡς εἰ προῆλθεν ἐξ ἐνεστ. πέφνω), Π. 827, ἔνθα ἴδε Spilvn. (πρβλ. κατέπεφνον)· τὸν δὲ ἐνεστ. τοῦτον παρέλαβε καὶ μετεχειρίσθη ὁ Ὀππ. ἐν τοῖς 2. 133· ― συντομώτερος τύπος τῆς ῥίζης εἶναι τὸ ΦΑ, εἰς ὃ πρέπει νὰ ἀναφέρηται καὶ ὁ παθ. πρκμ. πέφαμαι, οὗ ἔχει ὁ Ὅμ. τὸ γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. πέφαται Ἰλ. Ο. 140, κ. ἀλλ., πέφανται Ε. 531· τὸ ἀπαρ. πεφάσθαι Ν. 447· καὶ τὸν παθ. μέλλ. πεφήσεαι Ν. 829, Ο. 140, Ὀδ. Χ. 217· ἕτεροι δὲ τύποι μνημονεύονται παρὰ τοῖς Γραμμ., ἀόρ. α΄ φάσαι Φώτ., Ἡσύχ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 69· ἀόρ. β΄ μετοχ. παφὼν Ἡσύχ.· ἀόρ. β΄ μέσ. ἀπέφατο = ἀπέθανεν. (Ἐντεῦθεν παράγεται καὶ τὸ φατός, πεφονευμένος, παρ’ Ἡσύχ., ἀπαντῶν μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις Ἀρείφατος, μυλήφατος, ὀδυνήφατος.)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
φένω: απαντάται μόνο σε Επικ. αόρ. βʹ ἔπεφνον, πέφνον (συγκοπτ. από αναδιπλ. μορφή πέ-φενον), υποτ. πέφνῃς, -ῃ, απαρ. πεφνέμεν, μτχ. πέφνων, (παροξ. όπως αν προερχόταν από ενεστ. πέφων).
I. φονεύω, σε Όμηρ., Σοφ.
II. πέρα από αυτό τον αόρ., από τη √ΦΑ, προέρχονται γʹ ενικ. και πληθ. Παθ. παρακ. πέφαται, πέφανται, απαρ. πεφάσθαι· και βʹ ενικ. Παθ. μέλ. πεφήσεαι, σε Όμηρ.
Middle Liddell
[forms such as πέφαται and πεφήσεαι from root !φα]
to slay, Hom., Soph.