φιλόσιτος

English (LSJ)

φιλόσιτον,
A fond of corn, occupied about it, ἔμποροι X.Oec.20.27.
II fond of food, fond of eating, Pl.R. 475c, Poll.6.34.

German (Pape)

[Seite 1285] 1) getreideliebend, Xen. Oec. 20, 27. – 2) übh. Essen liebend, gern essend, Plat. Rep. V, 475 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le blé.
Étymologie: φίλος, σῖτος.

Russian (Dvoretsky)

φιλόσῑτος:
1 любящий хлебные товары (οἱ ἔμποροι Xen.);
2 любящий поесть Plat.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόσῑτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν σῖτον, περὶ αὐτοῦ ἀσχολούμενος, Ξεν. Οἰκ. 20. 27. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν τὰ σῖτα, τὴν τροφήν, ἀγαπῶν νὰ τρώγῃ, Πλάτ. Πολ. 475C, Πολυδ. Ϛ΄, 34.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσουν τα σιτηρά
2. αυτός που του αρέσει να τρώει («οὐδὲ φιλόσιτον, ἀλλὰ κακόσιτον εἶναι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + σῖτος (πρβλ. μετριόσιτος)].

Greek Monotonic

φῐλόσιτος: -ον, I. αυτός που αγαπά το σίτο ή ασχολείται με αυτόν, σε Ξεν.
II. αυτός που αγαπά το φαγητό, αγαπά να τρώει, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φῐλό-σῑτος, ον,
I. fond of corn, occupied about it, Xen.
II. fond of food, fond of eating, Plat.