φλομώνω
Greek Monolingual
και φλωμώνω και σφλομώνω Ν φλόμος / σφλόμος]
1. ναρκώνω τα ψάρια ρίχνοντας στη θάλασσα φλόμο, ναρκωτική ουσία από το ομώνυμο φυτό
2. διαχέω καπνό, συνήθως δύσοσμο, δημιουργώντας αποπνικτική ατμόσφαιρα («μας φλόμωσες με τα τσιγάρα σου»)
3. μτφ. ζαλίζω κάποιον («μέ φλόμωσε με τις ανοησίες του»)
4. (αμτθ.) α) γεμίζω από καπνό, συνήθως δυσώδη («φλόμωσε το σπίτι από τα πολλά τσιγάρα»)
β) (για πρόσ.) i) ζαλίζομαι
ii) οργίζομαι
γ) μτφ. γίνομαι κίτρινος, χάνω το χρώμα μου («φλόμωσε μόλις άκουσε για την απόλυση του συναδέλφου του»).