φοιβάζω
English (LSJ)
(Φοῖβος)
A prophesy, AP9.525.22: c. acc., φ. ὄπα Lyc.6; Κασσάνδρη φοίβᾰσε μύθους AP9.191.
2 inspire, πάθος φοιβάζον τοὺς λόγους Longin.8.4:—Pass., Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.7.112, Hld.2.22.
II = φοιβάω 1, Lyc.731,875, 1166.
German (Pape)
[Seite 1295] 1) reinigen, säubern, segen, sp. D., wie Callim. Lavacr. Pall. 11; Ap. Rh. Vgl. φοιβάω. – 2) prophetisch begeistert sein, in der Begeisterung wahrsagen, prophetische Worte sagen, ὄπα, μύθους, Lycophr. 6. – 3) trans., begeistern; Apollon φοιβάζων Hymn. (IX, 525); πάθος φοιβάζον τοὺς λόγους Longin.
French (Bailly abrégé)
1purifier, nettoyer.
Étymologie: φοῖβος.
21 tr. animer d'un transport prophétique, inspirer;
2 intr. être inspiré, prononcer des paroles prophétiques.
Étymologie: Φοῖβος.
Russian (Dvoretsky)
φοιβάζω: прорицать, вещать (μύθους Anth.): Ἀπόλλων φοιβάζων Anth. вещий Аполлон.
Greek (Liddell-Scott)
φοιβάζω: μέλλ. -άσω, (Φοῖβος) μαντεύομαι, προφητεύω, προφέρω λόγους προφητικούς, ἀπολ., Ἀνθ. Παλ. 9. 525, 21· μετ’ αἰτ., δαφνηφάγων φοίβαζεν ἐκ λαιμῶν ὅπα Λυκόφρ. 6· Κασσάνδρη φοίβαζε μύθους Ἀνθ. Π. 9. 191. 2) ἐμπνέω, πάθος φοιβάζον τοὺς λόγους Λογγῖν. 8. 4. ― Παθ., Ἡρόδ. 2. 22. ΙΙ. = φοιβάω Ι, Λυκόφρ. 731, 875, 1166.
Greek Monolingual
Α [[φοῑβος / Φοῖβος]]
1. προλέγω το μέλλον, προφητεύω
2. εμπνέω («πάθος φοιβάζον τοὺς λόγους», Λογγίν.)
3. καθαίρω, εξαγνίζω, φοιβῶ.
Greek Monotonic
φοιβάζω: μέλ. -άσω (Φοῖβος), προφητεύω, σε Ανθ.