φροντιστήριο
Greek Monolingual
το / φροντιστήριον, ΝΑ
εκπαιδευτήριο, σπουδαστήριο
νεοελλ.
1. προπαρασκευαστική σχολή για μαθητές ή φοιτητές («φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης»)
2. συνεκδ. διδασκαλία, μάθημα σε εκπαιδευτήριο
3. (ειδικά) πανεπιστημιακό μάθημα, κατά το οποίο γίνεται εξέταση και εφαρμογή τών διδαγμένων
4. αποθήκη φροντιστή
μσν.-αρχ.
1. μοναστήρι («τῶν ἀσκητῶν φροντιστήριον», Παλλ.)
2. καταφύγιο, άσυλο
αρχ.
1. φατρία, φράτρα
2. αίθουσα συνεδριάσεων και διαλέξεων
3. δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φροντίζω + επίθημα -τήριο(ν) (πρβλ. γυμνασ-τήριον)].