φυτώριο
Greek Monolingual
το / φυτώριον, ΝΜΑ, και φυτούριον ΜΑ
έκταση γης όπου μεταφυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια από το σπορείο ή φυτεύονται τα σπέρματα που μόλις έχουν βλαστήσει και δίνουν φυτάρια με ζωηρή ανάπτυξη τον πρώτο χρόνο και από όπου τα νεαρά φυτά παραλαμβάνονται για μόνιμη μεταφύτευση, κν. φυτίστρα
νεοελλ.
μτφ.
1. περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη κοινής ιδεολογίας ή μόρφωσης
2. ίδρυμα ή φορέας που συντελεί στην κατάρτιση και προετοιμασία τών νέων για μια επαγγελματική ή άλλη απασχόληση (α. «φυτώριο ειδικών στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές» β. «φυτώριο αθλητών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. φυτωρός < φυτόν + -ωρός (βλ. λ. ὁρῶ), πρβλ. πυλωρός: πυλώριον.