σπορείο

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

το, Ν σπόρος
(γεωργ.-τεχνολ.)
1. κατάλληλα προετοιμασμένη θέση εδάφους που περιβάλλεται από ξύλινο πλαίσιο ή άλλο οικοδομικό υλικό στην οποία σπέρνονται ορισμένοι μικροί σπόροι που δεν μπορούν να σπαρούν απευθείας στο χωράφι και σπόροι φυτών τα οποία στη νεαρή τους ηλικία είναι ευαίσθητα και απαιτούν ειδική περιποίηση (α. «μόνιμα σπορεία» β. «κινητά σπορεία»)
2. φρ. α) «ψυχρά σπορεία» — σπορεία τών οποίων η πηγή θέρμανσης είναι ο ήλιος, αλλ. ψυχροσπορεία
β) «θερμά σπορεία» — σπορεία η πηγή θέρμανσης τών οποίων είναι θερμός αέρας ή θερμό νερό ή θερμοστρωμνή μίγματος κοπριάς με άχυρο ή ηλεκτρισμός κ.ά., αλλ. θερμοσπορεία.