χαρακώνω
Greek Monolingual
χαρακῶ, -όω, ΝΜΑ χάραξ, -ακος]
περιβάλλω έναν τόπο με αιχμηρούς πασσάλους κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, κατασκευάζω χαράκωμα, περιχαρακώνω
νεοελλ.
1. σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, ριγώνω
2. (στην αμπελουργία) κάνω χαραγή, αφαιρώ τμήμα του φλοιού κλήματος σε σχήμα δακτυλίου
3. τραυματίζω κάποιον με αιχμηρό αντικείμενο στο πρόσωπο ή στο σώμα («τήν χαράκωσε για να τήν τρομοκρατήσει και να μην μιλήσει στην αστυνομία»)
μσν.-αρχ.
(κυρίως σχετικά με αμπέλι) στηρίζω με χάρακες, με πασσάλους
αρχ.
1. κατασκευάζω χαράκωμα εναντίον κάποιου, τον πολιορκώ
2. μτφ. προστατεύω (α. «οὕτω μὲν χαρακώσαντες τὸν πλοῦτον, οὕτω δὲ ἀσφαλῶς τειχισάμενοι», Φιλόστρ.
β. «τὸ στόμα ὀδοῦσι χαρακώσας», Στοβ.)
3. παθ. χαρακοῦμαι -όομαι
μτφ. ναρκώνομαι ή χάνω τις αισθήσεις μου («ἐχαρακώθη ὑπὸ τοῦ οἴνου», Αντωνίν. Λίβ.).