χαρτοφύλακας

Greek Monolingual

ο / χαρτοφύλαξ, -ακος, ΝΜΑ
εκκλ. το αξίωμα του γραμματέα και αρχειοφύλακα του πατριαρχείου και τών επισκοπών, καθώς και τών μοναστηριών
νεοελλ.
1. δερμάτινη, συνήθως, θήκη για τη φύλαξη και τη μεταφορά εγγράφων, κν. τσάντα
2. υπόστρωμα που τοποθετείται σε γραφείο και πάνω στο οποίο γράφει κανείς ή μέσα στο οποίο φυλάγει διάφορα έγγραφα
3. το μέρος ή το έπιπλο όπου φυλάσσονται έγγραφα
4. εκκλ. αξίωμα που ανήκει στην τέταρτη τάξη της πρώτης πεντάδας του χορού τών οφικίων της Εκκλησίας και το οποίο απονέμεται με ειδική ακολουθία από τον πατριάρχη σε εκκλησιαστικά πρόσωπα και σε λαϊκούς για τις υπηρεσίες τους προς την Εκκλησία και το έθνος
μσν.-αρχ.
αυτός που φυλάσσει έγγραφα, αρχειοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + φύλαξ / -ακας].