χιλιέτης
English (LSJ)
χιλιέτου, ὁ, or χιλιετής, έος, ὁ, ἡ:—
A lasting a thousand years, περίοδος, πορεία, Pl.Phdr.249a, R.621d; βίος Arist.GA745a34: fem. acc. χιλιέτιν v.l. in Pl.R. 615a.
II χειλιέτης ἀγών, celebration of the thousandth anniversary of the founding of Rome, IG22.3169.14 (iii A. D.).
French (Bailly abrégé)
ης, ες ; gén. εος;
de mille ans.
Étymologie: χίλιοι, ἔτος.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιέτης: -ου, ὁ, ἢ χιλιετής, έος, ὁ, ἡ· - ὁ διαρκῶν ἐπὶ χίλια ἔτη, περιόδῳ χιλιετεῖ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 249Α· πορείαν χιλιετῆ (χιλιέτη Παλατ. Κῶδ.) ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 615Α· τῇ χιλιετεῖ πορείᾳ 621D· βίος Ἀριστ. π. Z. Gen. 2. 6, 52.
Greek Monolingual
και χιλιοέτης και χειλιέτης, ὁ, ἡ, Α
1. χιλιετής (α. «βίος χιλιέτης», Αριστοτ.
β. «καὶ ἐν τῇ χιλιέτει πορείᾳ», Πλάτ.)
2. φρ. «χειλιέτης ἀγων» — εορτασμός της χιλιοστής επετείου από την ίδρυση της Ρώμης επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -έτης (< ἔτος), πρβλ. εἰκοσιέτης].
Greek Monotonic
χῑλιέτης: -ου, ὁ ή χιλι-ετής, -έος, ὁ, ἡ (ἔτος), αυτός που διαρκεί χίλια χρόνια, σε Πλάτ.