χούι
Greek Monolingual
το, τ. πληθ. χούγια, τα, Ν
άκλ.
1. έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα που χαρακτηρίζει ένα άτομο, συνήθεια, φυσική ροπή, τάση («κάθε άνθρωπος έχει τα χούγια του»)
2. συνεκδ. ελάττωμα («το χούι του είναι να φέρνει συνεχώς αντιρρήσεις»)
3. ο ιδιαίτερος τρόπος επιτέλεσης ενός έργου ή διεκπεραίωσης μιας υπόθεσης («κάθε δουλειά έχει το χούι της»)
4. παροιμ. «πρώτα βγαίν' η ψυχή κι ύστερα το χούι» ή «το χούι είν' αποκάτω απ' την ψυχή» — δηλώνει ότι οι συνήθειες ενός ατόμου δύσκολα εξαλείφονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. huy].