ἀθλητής

English (LSJ)

contr. from ἀεθλητής, ἀθλητοῦ, ὁ:—
A competitor, athlete, combatant, champion; especially in games, Pi.N.5.49, 10.51 (in form ἀεθλητής), cf. Pl.R. 410b, IG4.1508B (Epid.), etc.: of Christian martyrs, Epist.Gall. ap. Jul.454d, cf. JRS10.53.
2 as adjective, ἀθλητὴς ἵππος = a race-horse, Lys.19.63, Pl.Prm.137a.
II c. gen. rei, trained, practiced, experienced, practised in, master of, πολέμου Pl.R.543b; τῶν καλῶν ἔργων D.25.97; βδελυρίας Theopomp. Hist.217; ἀθλητὴς τῶν ἔργων (sc. ἀθλητὴς τῶν πολεμικῶν) Arist.Pol.1321a26; τῆς ἀληθινῆς λέξεως D.H.Dem.18; πάσης ἀρετῆς D.S.9.1; οἵους ἡ γῆ τοὺς ἑαυτῆς ἀ. ἀποτελεῖ Philostr.Im.2.24.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Alolema(s): jón., ép., lír. ἀεθλητής; ἀθλητάς IG 9(2).777 (Larisa)
I 1atleta, campeón Pi.N.5.49, 10.51, I.6.72, Hp.Aph.1.15, Prorrh.2.1, Th.1.6, E.Alc.1027, X.Hier.4.6, Pl.R.403e, 410b, 620b, IG 42.99.15 (Epidauro II a.C.), D.S.12.75, POxy.2264.5 (II d.C.), ἀθληταὶ ... ἀσκηταὶ καὶ ἀγωνισταί Poll.3.143, cf. Ath.415f, de los mártires cristianos, Gall.Ep.454d.
2 ducho, ejercitado, versado en πολέμου Pl.R.543b, ἄθλου τοῦ μεγίστου M.Ant.3.4.3, δειλὸς ἔρωτος ἀθλητής Ach.Tat.2.4.4, ἀθλητὴς γῆς buen agricultor Philostr.Im.2.24.3, cf. D.25.97, Arist.Pol.1321a26, ἀθλητὴς ἐγένετο πάσης ἀρετῆς D.S.9.1.
II como adj. ἀθλητὴς ἵππος = caballo de carreras Lys.19.63, Pl.Prm.137a, D.C.59.17.5.

German (Pape)

[Seite 47] ὁ, dasselbe, bes. der Wettkämpfer in den gymnischen Spielen, Athlet, Plat. οἱ περὶ τὸ σῶμα ἀθλ. Hipp. min. 364 a; von Pferden, Parm. 137 a; wie Lys. 19, 63. Häufig übertr., durch Übung Meister in etwas geworden, oft dem bloßen Theoretiker entgegengesetzt, τῆς ἀγωνιστικῆς περὶ λόγους ἦν ἀθλ. Plat. Soph. 231 e; πολέμου Rep. VIII, 543 b; τῶν κατὰ πόλεμον ἔργων Pol. 15, 9, 4; καλῶν ἔργων Dem. 25, 97; von Schiffern, Pol. 1, 59, 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 lutteur, athlète;
2 homme exercé à, qui a l'expérience de, gén..
Étymologie: ἀθλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀθλητής: дор. ἀεθλητής, οῦ ὁ
1 участник состязания, борец (ὁ περὶ τὸ σῶμα ἀ. Plat.): ἀ. ἵππος Lys., Plat. беговая лошадь;
2 мастер, знаток (πολέμου Plat.; τῶν κατὰ πύλεμον ἔργων Polyb.; τῶν καλῶν ἔργων Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀθλητής: συνεσταλ. ἐκ τοῦ ἀεθλητής, οῦ, ὁ (ἀθλέω) ἀγωνιστής, ἰδίως ὁ ἀγωνιζόμενος χάριν βραβείου, Λατ. athleta. Παρὰ Πινδ. κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τύπους, Ν. 5. 90, 10. 95· συχν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2) ὡς ἐπίθ. ἀθλ. ἵππος, ἵππος δι’ ἱπποδρομικοὺς ἀγῶνας, Λυσ. 157. 39, Πλάτ. Παρμ. 137Α. ΙΙ. μ. γεν. πράγματος: ἠσκημένος εἰς... δεινὸς ἀγωνιστὴς… πολέμου, Πλάτ. Πολ. 543Β· τῶν καλῶν ἔργων, Δημ 799. 16· τῶν ἔργων (δηλ. τῶν πολεμικῶν), Ἀριστ. Πολ. 6. 7. 3: ― τῆς ἀληθινῆς λέξεως, Schäf. Διον. π. Συνθ. σ. 145· πάσης ἀρετῆς, Διόδ. Ἐκλογ. σ. 551· ἀθλ. γῆς, ἔμπειρος γεωργός, Φιλόστρ. κτλ.

Greek Monotonic

ἀθλητής: συνηρ. από το ἀεθλητής, -οῦ, (ἀθλέω), διεκδικητής επάθλου ή βραβείου, Λατ. athleta· ως επίθ., ἀθλητὴς ἵππος, ίππος κατάλληλος για ιπποδρομία, σε Λυσ.
II. με γεν. πράγμ., εξασκημένος σε κάτι, εκπαιδευμένος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀθλέω
I. a prizefighter, Lat. athleta: as adj., ἀθλ. ἵππος a race-horse, Lys.
II. c. gen. rei, practised in a thing, Plat.

Lexicon Thucydideum

athleta, athlete, 1.6.5, 4.121.1,
tanquam athletae victori, as if to a victorious athlete.

Translations

athlete

Albanian: atlet, atlete; Belarusian: лёгкаатлет, лёгкаатлетка; Bulgarian: лекоатлет, лекоатлетка; Burmese: အားကစားသမား; Catalan: atleta; Chinese Mandarin: 田徑運動員, 田径运动员; Coptic: ⲁⲑⲗⲏⲧⲏⲥ; Czech: atlet, atletka; Danish: atlet; Esperanto: atleto, sportisto; Finnish: yleisurheilija; French: athlète; Georgian: ათლეტი; German: Athlet, Athletin, Sportler, Sportlerin; Greek: αθλητής, αθλήτρια; Ancient Greek: ἀθλητής; Hungarian: atléta; Icelandic: íþrottmaður; Ido: atleto; Indonesian: atlet; Irish: lúthchleasaí; Italian: atleta; Japanese: 陸上競技の選手, 陸上選手; Kazakh: жеңіл атлет; Khmer: អត្តពលិក, អ្នកកីឡា; Korean: 육상 경기 선수(陸上競技選手); Latin: athleta; Lithuanian: atletas, atletė, sportininkas, sportininkė; Norwegian Bokmål: idrettsmann, idrettsutøver; Nynorsk: idrettsmann, idrettsutøvar; Polish: lekkoatleta, lekkoatletka, atleta, atletka; Portuguese: atleta; Russian: легкоатлет, легкоатлетка; Slovak: športovec; Spanish: deportista, atleta; Swahili: mwanariadha; Swedish: friidrottare; Telugu: క్రీడాకారుడు, క్రీడాకారిణి; Thai: นักกีฬา; Ukrainian: легкоатлет, легкоатлетка; Vietnamese: vận động viên