ἀκκίζομαι

English (LSJ)

Dep. (Act. only Ael.Ep.9), fut.
A ἀκκιοῦμαι Men.Epit. 309:—affect indifference, Pi.Fr.203 (cj.).
2 affect ignorance, dissemble, οἶσθα, ἀλλ' ἀκκίζει Pl.Grg.497a, Cic.Att.2.19.5, Luc Merc. Cond.14, Jul.Or.7.223b; τὰ κοινὰ ταυτὶ ἀκκιοῦμαι I will dissemble and talk commonplaces, Men. l.c.
3 especially of women, to be prudish, affect to be shocked, Philippid.5, cf. Ael. l.c., Alciphr.1.39.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀκίζω Sch.A.Eu.206 (p.213)
• Morfología: [fut. contr. ἀκκιοῦμαι Men.Epit.350]
1 afectar indiferencia ἄνδρες ἀκκιζόμενοι Pi.Fr.203
hacerse el desentendido οἶσθα, ἀλλὰ ἀκκίζῃ Pl.Grg.497a, cf. Cic.Att.39.5, Luc.Merc.Cond.14, Chrys.M.62.538.
2 hacer como que se escandaliza, aparentar gazmoñería ἀκκίζονται καὶ θρύπτουσιν ἑαυτάς Ael.Ep.9, τὰ κοινὰ ταυτὶ δ' ἀκκιοῦμαι τῷ λόγῳ Men.l.c., cf. Plu.2.620b
mismo sent. en act., Sch.A.l.c.
• Etimología: Cf. Ἀκκώ.

German (Pape)

[Seite 73] (ἀκκώ), sich verstellen, sich stellen, als ob man etwas nicht wolle, was man doch sehnlich wünscht, bes. von Frauen: sich zieren, spröde thun, bei Philippid. com. Athen. IX, 384 f; VLL. θρύπτεται, προσποιεῖται, γυναικίζεται; vgl. Luc. merc. cond. 14; Plut. Symp. 1, 4; Cic. Att. 2, 19. Bei Plat. Gorg. 497 a sich dumm stellen, vgl. Schol. u. N. pr. Ἀκκώ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκκίζομαι: притворяться незнающим, жеманиться Plut., Luc.: οἶσθα, ἀλλὰ ἀκκίζει Plat. ты знаешь, но прикидываешься, будто не знаешь.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκκίζομαι: ἀποθ. (ἀκκώ), προσποιοῦμαι ἀδιαφορίαν, κυρίως ἐπὶ κορασίων αἰδημόνων δῆθεν, τὰ μὲν οὖν γύναια ... ἠκκίζετο, Φιλιππίδ. ἐν «Ἀνανεώσει» 1, πρβλ. Α. Β. 364, Σουΐδ. καὶ ἴδε ἀκκισμός. 2) καθόλου, προσποιοῦμαι ἄγνοιαν, «καμώνομαι», προσποιοῦμαι, οἶσθα, ἀλλ’ ἀκκίζει, Πλάτ. Γοργ. 497Α, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2.19, 5· πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. ― Ἐνεργ. ἀκκίζω ἐν Αἰλ. Ἐπιστ. 9.

English (Slater)

ἀκκίζομαι affect to be shocked ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (Boeckh e Suida: ἀγαζ-, ἀτιζ-, ἀτυζ-, codd., cf. Suid., ἀκκιζόμενος· γυναικιζόμενος. “oxymoron” Schroeder.) fr. 203. 1.

Greek Monolingual

ἀκκίζομαι)
1. (κυρίως για ερωτική πολιορκία) προσποιούμαι πως δεν θέλω κάτι, ενώ στην πραγματικότητα το επιθυμώ, «κάνω νάζια»
2. προσποιούμαι ότι δεν ξέρω κάτι, «κάνω» πως δεν ξέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκκὼ(-οῦς).
ΠΑΡ. αρχ. ἀκκισμός
μσν.
ἀκκιστικός.

Greek Monotonic

ἀκκίζομαι: αποθ. (ἀκκώ), προσποιούμαι αδιαφορία ή σεμνότητα, υποκρίνομαι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀκκώ
to affect indifference or coyness, dissemble, Plat.