ἀκροκνέφαιος
English (LSJ)
ἀκροκνέφαιον, at beginning of night, in twilight, Hes.Op.567:—also ἀκροκνεφής, ές, of morning twilight, Luc.Lex.11, Id.Rh.Pr.17; cf. ἀκρόκνεφα· πρὸς ὄρθρον, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
anochecido, vespertino, crepuscular, Ἀρκτοῦρος ... ἐπιτέλλεται ἀ. Hes.Op.567, cf. Sch.Ar.Ach.142.
German (Pape)
[Seite 83] mit Anfang der Dämmerung, Hes. op. 567 ἐπιτέλλεται Ἀρκτοῦρος, vom Spätaufgange des Arktur.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀκροκνεφής.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροκνέφαιος: появляющийся с наступлением сумерек (Ἀρκτοῦρος Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροκνέφαιος: -ον, ὁ ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς νυκτός, κατὰ τὰ σουρπώματα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 565˙ οὕτω καὶ ἀκροκνεφής, ές, Λουκ. Ρητ. διδ. 10, Λεξίφ. 11.
Greek Monolingual
ἀκροκνέφαιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται ή συντελείται κατά τη νύχτα, το σούρουπο, μόλις αρχίζει να σκοτεινιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + κνεφαῖος < κνέφας «σκότος»].
Greek Monotonic
ἀκροκνέφαιος: -ον (κνέφας), στην αρχή της νύχτας, στο λυκόφως ή σούρουπο, σε Ησίοδ.· ομοίως και, ἀκρο-κνεφής, -ές, σε Λουκ.