ἀλλογενής
English (LSJ)
ἀλλογενές, of another race, OGI598, LXX Ge.17.27, al., Ev.Luc. 17.18, Agath.4.5, Ps.-Callisth.3.26.
Spanish (DGE)
-ές
I 1 de otra raza, extraño πλησίον ἀλλογενῶν SB 6235.6, ἀλλογενείς καὶ ὀθνείους Agath.4.5.3
• esp. entre los hebreos gentil μηθένα ἀλλογενῆ εἰσπορεύεσθαι ἐντὸς τοῦ περὶ τὸ ἱερόν τρυφάκτου καὶ περιβόλου SEG 8.169 (Jerusalén), cf. LXX Ge.17.27, Ex.12.43, del buen samaritano Eu.Luc.17.18, cf. Iust.Phil.Dial.10.3, Origenes Fr.53 in Io. (p.527.2), τὴν χαλδαΐζουσαν ἀλλογενῆ ... γλῶτταν Ph.1.645, cf. 2.231, I.BI 2.417.
2 de plantas de otra variedad οὐ κατὰ εἶδος ἕκαστον κεχώρισται τῶν ἀλλογενῶν Clem.Al.Strom.6.1.2.
II 1 diferente, extraño, ajeno c. gen., del espíritu ἀλλογενής δὲ σαρκός Nonn.Par.Eu.Io.6.63
• τῶν ἀμφοτέρων τούτων ὀνομασιῶν πρὸς τὰ ἀ. ὀνόματα μὴ δυναμένων ἐξισοῦσθαι Epiph.Const.Haer.76.34.
2 extraño, raro de ciertos libros gnósticos, Epiph.Const.Haer.39.5.
German (Pape)
[Seite 103] ές, von anderem Volke, LXX, K. S.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'une autre race, étranger ; pas Juif NT.
Étymologie: ἄλλος, γένος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλογενής: иноплеменный NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλογενής: -ές, ἐξ ἄλλου γένους ἢ φυλῆς, ξένος, Ἑβδ., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζϳ, 18.
English (Strong)
English (Thayer)
(ες (ἄλλος and γένος), sprung from another race, a foreigner, alien: Sept. (Exodus 12:43, etc.), but nowhere in secular writings.)
Greek Monolingual
-ές (Α ἀλλογενής)
αυτός που ανήκει σε άλλο γένος, σε άλλη φυλή, ο ξένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -γενὴς < γένος].
Greek Monotonic
ἀλλογενής: -ές (γένος), καταγόμενος από άλλη φυλή, ξένος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:¢llogen»j 阿羅給尼士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:變更-成為(者)
字義溯源:外來的,陌生的,外國的,外族人;由(ἄλλος)*=別的)與(γένος)=親戚)組成;而 (γένος)出自(γίνομαι)*=成為)。猶太人指猶太人以外的都是外來人,外族人,外國人;他們看撒瑪利亞人就是外族人
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 外族人(1) 路17:18