ἀλλογνοέω

English (LSJ)

(γνοέω, γνῶναι)
A take one for another, ἀλλογνώσας Κροῖσον Hdt.1.85.
II to be deranged, Hp. ap. Gal.19.75.

Spanish (DGE)

• Morfología: [jón. aor. part. ἀλλογνώσας Hdt.1.85]
1 tomar a uno por otro, confundir c. ac. Κροῖσον ὡς ἀποκτενέων Hdt.l.c.
2 estar trastornado Hp. en Gal.19.75.

German (Pape)

[Seite 103] für einen andern halten, verkennen, Her. -γνώσας 1, 85. Bei Hippocr. wahnsinnig sein.

French (Bailly abrégé)

ἀλλογνοῶ :
prendre pour un autre, se méprendre.
Étymologie: ἄλλος, *γνοέω > νοέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλογνοέω: принимать за другого, т. е. не знать или не узнавать: ἀλλογνώσας Κροῖσον Her. не узнав (или не зная в лицо) Креза.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλογνοέω: (γνο-, -γνῶναι), Ἰων. ῥῆμα ἐκλαμβάνω τι ὡς ἄλλο, κακῶς γινώσκω, δὲν γνωρίζω, παραγνωρίζω· ἀλλογνώσας Κροῖσον, (Ἰων. ἀντὶ ἀλλογνοήσας), Ἡρόδ. 1. 85. ΙΙ. εἶμαι ἔξω φρενῶν, Γαλην. Λεξικ. Ἱππ.

Greek Monotonic

ἀλλογνοέω: (γιγνώσκω), παραγνωρίζω κάποιον, αγνοώ, ἀλλογνώσας (Ιων. αντί ἀλλαγνοήσας), σε Ηρόδ.

Middle Liddell

γιγνώσκω
to take one for another, not know, ἀλλογνώσας (ionic for ἀλλογνοήσας) Hdt.